- αβέβαιος
- -αία και -αιη, -ο (Α ἀβέβαιος, -ον) [βέβαιος]1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν)η αβεβαιότητα*.νεοελλ.αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.